σπαγκοραμμένος

σπαγκοραμμένος
και σπαγγοραμμένος, -η, -ο, Ν
1. ραμμένος με σπάγκο
2. μτφ. τσιγκούνης, φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάγκος / σπάγγος + ραμμένος (< ράπτω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπαγκοραμμένος — σπαγκοραμμένος, η, ο και σπαγγοραμμένος, η, ο τσιγκούνης, φιλάργυρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Кавадиа, Тассо — Тассо Кавадиа Тассо Кавадиа (греч. Τασσώ Καββαδία) (10 января 1921 года, Патри  18 декабря 2010 года, Афины)  греческая актриса театра и кино …   Википедия

  • σπαγγοραμμένος — η, ο, Ν βλ. σπαγκοραμμένος …   Dictionary of Greek

  • Εβραίος — ο θηλ. α και ισσα 1. αυτός που ανήκει στο εβραϊκό έθνος, Ισραηλίτης, Ιουδαίος. 2. μτφ., άνθρωπος πολύ συμφεροντολόγος, τσιγκούνης, σπαγκοραμμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξηνταβελόνης — ο θηλ. α και ισσα ο υπερβολικά φιλάργυρος, ο σφιχτοχέρης, ο σπαγκοραμμένος, ο τσιγκούνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιγκούνης, -α — και ισσα, ικο (λ. τουρκ.), φιλάργυρος, σφιχτοχέρης, σπαγκοραμμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλάργυρος — η, ο αυτός που αγαπάει υπερβολικά το χρήμα, ο παθολογικά φειδωλός, ο τσιγκούνης, ο σφιχτοχέρης, ο σπαγκοραμμένος, ο εξηνταβελόνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”